λυδίζω — (Α) [Λυδός] 1. μιλώ τη λυδική γλώσσα 2. φέρομαι σαν Λυδός, μιμούμαι τους Λυδούς («λυδίζων τὴν στολήν», Φιλόστρ.) 3. (το αρσ. μτχ. ενεστ.) λυδίζων σκωπτική προσωνυμία τού Μάγνητος στον Αριστοφάνη, επειδή είχε γράψει κωμωδία που επιγραφόταν Λυδοί … Dictionary of Greek
λυδίζω — λῡδίζω , Λυδίζω speak Lydian pres subj act 1st sg λῡδίζω , Λυδίζω speak Lydian pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυδιάζω — (AM) λυδίζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λυδίζω, κατά τα ρ. σε ιάζω] … Dictionary of Greek
λυδίζουσα — λῡδίζουσα , Λυδίζω speak Lydian pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυδίζων — λῡδίζων , Λυδίζω speak Lydian pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)